- άμφιπποι
- ἄμφιπποι, οι (Α)ιππείς που τρέχουν έχοντας και βοηθητικό άλογο, που μπορούν τρέχοντας να μεταπηδούν από το ένα άλογο στο άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι)-* + ἵππος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
PARARIUS — proprie qui nominibus faciendis intervenit, conciliator inter emptorem et venditorem, Seneca de Benef. l 2. c. 23. Quidam volunt nomina secum fieri, nec interpont pararios. Vide Cael. Rhodig. Lectionum Antiqq. l. 11. c. 10. et infra, voce… … Hofmann J. Lexicon universale
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek
αμφιπποτοξόται — ἀμφιπποτοξόται, οι (Α) άμφιπποι* τοξότες, ιππείς οπλισμένοι με τόξα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμφιππος + τοξότης] … Dictionary of Greek